«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου·»

Στον πόνο και στη δυστυχία της πονεμένης γυναίκας της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, εκδηλώνεται η άπειρη αγάπη του Θεανθρώπου Ιησού.

Και ω, του θαύματος! Ο Μέγας Ιατρός της ψυχής και του σώματος στρέφει το βλέμμα Του το παντοδύναμο προς αυτήν την πονεμένη γυναίκα και της λέγει: «γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου».

Καλεί ο Κύριος την πρώην συγκύπτουσα γυναίκα, θυγατέρα του Αβραάμ, γιατί είχε στην καρδιά της την πίστη και τα έργα του Αβραάμ, και τούτο το απέδειξε με την υπομονή και την καρτερία της, πού για  δεκαοκτώ χρόνια δεν γόγγυζε, αλλά δόξαζε τον Θεό κατά την ώρα της προσευχής της στην συναγωγή.

Ο Κύριος δια του υπερφυούς θαύματος, θεράπευσε την πονεμένη γυναίκα, η οποία ευθύς με τον λόγο του Κυρίου σηκώθηκε και δοξολογούσε τον Θεό για την μεγάλη ευεργεσία που της έκαμε, να μπορεί πλέον στο εξής να βλέπει γύρω της και προπάντων να βλέπει ψηλά στον ουρανό, και με υψωμένα τα μάτια και τα χέρια της να υμνεί και να δοξολογεί τον Δημιουργό του παντός.

Η θεραπεία όμως της γυναίκας, κάνει τον αρχισυνάγωγο να αγανακτήσει και ουδόλως χαίρεται που μιά γυναίκα τόσα χρόνια δυστυχισμένη βρίσκει την υγεία του σώματός της. Αντί τούτου του μεγάλου γεγονότος χύνει, ως άλλος όφις, το δηλητήριο της κακίας και του φθόνου και φωνάζει και λέγει στο λαό: «εξ ημέραι εισίν εν αίς δεί εργάζεσθαι· εν ταύταις ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε και μη τη ημέρα του Σαββάτου».

Ο υποκριτής αυτός άρχοντας της συναγωγής, εξωτερικά μεν φαίνεται ζηλωτής και δίκαιος, ο εσωτερικός του όμως κόσμος είναι γεμάτος φθόνο και κακία. Κατακρίνει την ευεργεσία και καταδικάζει τον ευεργέτη Κύριο.

Ο Κύριος όμως πού γνώριζε τον ενδόμυχο πόθο του αρχισυναγώγου υποκριτή, που δεν τολμούσε  απευθείας να κατακρίνει τον Κύριο λέγοντας  ότι, καταπατεί τον νόμο τον Μωσαϊκό, ερωτά τον δήθεν τηρητή του νόμου μήπως δεν λύνει κάθε ένας από εσάς κατά το Σάββατο το βόδι του ή τον όνο του από τον φάτνη και τον φέρνει να τον ποτίσει. Ε ! λοιπόν και αυτή η γυναίκα, πού είναι και θυγατέρα του Αβραάμ, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά την ημέρα του Σαββάτου;».

Η συγκύπτουσα γυναίκα ναι μεν είχε το σώμα της κυρτό, αλλά είχε τη ψυχή της ανορθωμένη δια της πίστεως στον Θεό και για τούτο έλαβε την θεραπεία της παρά του Κυρίου. Όμως, δεν συνέβαινε και με τον αρχισυνάγωγο το ίδιο πράγμα. Ο αρχισυνάγωγος είχε μεν το σώμα υγιές, αλλά είχε ψυχή κυρτωμένη και βεβαρημένη από φθόνο, από κακία, από μίσος προς τον Κύριο της δόξης.

Ο φθόνος είναι έργο του Διαβόλου και τοις αγγέλοις αυτού, και είναι ανήλεος, σκληρός, φοβερός, άγριος, ελεεινός. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει: « ότι δεν θα κάνει λάθος κάποιος πού θα ονομάσει τον φθόνο γέννημα του διαβόλου». Ο φθόνος σκοτίζει την διάνοια του ανθρώπου, διαφθείρει την καρδία, καταστρέφει την ψυχή, βλάπτει την κοινωνία και την οδηγεί στον πνευματικό θάνατο, πού είναι η απομάκρυνση από την αγκαλιά του Θεού Πατρός των Φώτων.

Πόσοι και πόσοι σήμερα άραγε άνθρωποι δεν βρίσκονται στην θέση του αρχισυναγώγου και έχουν ψυχή  κυρτωμένη από το βάρος της αμαρτίας και ανομίας, από μίσος, από αδικία, από ψευδορκία, από τη διαβολή και συκοφαντία και δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι, πάντα ταύτα αμαυρώνουν την ψυχή και σκοτίζουν το λογικό του ανθρώπου, και ότι η κύρτωση της ψυχής οδηγεί τον άνθρωπο στο  χάος, στην αυτοκαταστροφή, στην απώλεια.

Οι σκληρόκαρδοι αυτοί άνθρωποι δεν βλέπουν ένεκα της  αμαρτίας τι μεγάλο και ολέθριο κακό κάνουν στον εαυτό τους. Ο Κύριος όμως που δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, «ούκ ήλθον καλέσαι δικαίους, άλλα αμαρτωλούς εις μετάνοια», διδάσκει και φωτίζει με το παράδειγμά Του ότι, η αμαρτία δεσμεύει την ψυχή και την καθιστά πιό δυστυχισμένη και από την συγκύπτουσα γυναίκα του ευαγγελίου.

Αδελφοί μου,

Ταύτα εμείς αφού ακούσαμε σήμερα πού το άγιο ευαγγέλιο μας καταγράφει, ας επικαλεστούμε θερμή την βοήθεια του Μεγάλου Ιατρού της ψυχής και του σώματος, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και αφού γνωρίσουμε δια του ευαγγελίου Του ποιο είναι το αληθινό και αιώνιο συμφέρον μας, να προσέλθουμε μετά πίστεως και συντετριμμένης καρδίας προς Αυτόν και με ειλικρινή μετάνοια και εξομολόγηση να λάβουμε την θεραπεία της ψυχής  μας.  ΑΜΗΝ.    Ο Λ.Κ.Α.Π.