«και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού»

Αγαπητοί μου  αδελφοί,

Μια πικραμένη, με δάκρυα στα μάτια, μάνα, συνοδεύει το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του επί γης κατοικία, στο κοιμητήριο, και στο δρόμο συλλογιέται ότι στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο μένει πλέον μοναχή, και  στο σπίτι πλέον δεν θα υπάρχει ανδρική φωνή και τούτο διότι ήταν και αυτή χήρα.

Και «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς και τα βάθη των ανθρώπων γινώσκων Κύριος» συγκινείται, ευσπλαχνίζεται και χωρίς να του ζητήσει την θεία Του επέμβαση η πονεμένη μάνα, μπροστά στα μάτια των μαθητών Του, του πολύ όχλου που τον ακολουθούσε, αλλά και εκείνων των συγγενών και φίλων που συνόδευαν το νεκρό παιδί, της λέγει: «Μη κλαίε».

Ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, με την θεία δύναμή Του, σταματά την νεκρική πομπή και με το θείο λόγο Του, «Νεανίσκε, σοί λέγω ηγέρθητι», σηκώνει τον νέο από το νεκροκρέβατο και τον παραδίδει στα χέρια της μάνας του, «και έδωκε αυτόν τη μητρί αυτού».

Τον πόνο, τη θλίψη, τα δάκρυα, διαδέχεται η χαρά και η ευφροσύνη και έτρεχαν δάκρυα χαράς και συγκίνησης, και από τα χείλη της μάνας και του πλήθους πού την ακολουθούσε και την παραμυθούσαν για την απώλεια του μονάκριβου παιδιού της, τώρα δοξολογούν τον Θεό «ότι  επεσκέψατο ο Θεός τον λαό αυτού».

Αυτό τούτο το γεγονός του θανάτου συγκλονίζει, αλλά και φοβίζει φόβο μέγα τον άνθρωπο της κάθε εποχής, και τούτο διότι ο άνθρωπος λησμονεί ότι είναι θνητός και ότι μία ημέρα, αργά ή γρήγορα, θα εγκαταλείψει τον μάταιο και πρόσκαιρο αυτό κόσμο, δια έναν άλλο κόσμο, αιώνιο, αληθινό, εκεί πού δεν υπάρχει ούτε λύπη ούτε στεναγμός, αλλά ζωή χαράς και ευλογίας.

Εάν ο άνθρωπος πιστεύει στην πέρα του τάφου ζωή, τότε για τον άνθρωπο ο θάνατος δεν είναι εκμηδένιση, αλλά θα είναι ένας πρόσκαιρος χωρισμός του σώματος από την ψυχή. Το σώμα, ως υλικό, αργά ή γρήγορα, θα διαλυθεί εις τα εξ’ ών συνετέθη, η δε ψυχή, ως λογική, πνευματική και αθάνατος, θα οδηγηθεί ενώπιον του Θεού, στον Πλάστη και Δημιουργό.

Ο θάνατος δεν είναι εκμηδένιση, ως νομίζουν αυτοί πού δεν πιστεύουν στην πέρα του τάφου ζωή. Είναι χωρισμός του φθαρτού σώματος από την ψυχή. Το σώμα, ως υλικό, αργά ή γρήγορα θα διαλυθεί «χώμα είναι και στο χώμα θα επανέλθει», η δε ψυχή ως λογική και πνευματική έρχεται ενώπιον του Θεού.

Ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, μόλις εξέλθει από την κοιλιά της μάνας του, λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μπαίνει ως ταχύ ρεύμα ποταμού και βαδίζει στον τάφο και όπως τα άνθη μαραίνονται και πέφτουν από τα χέρια μας και ο φωτεινός ήλιος διατρέχει γρήγορα την τροχιά  του και μπαίνει στην δύση, έτσι και ο άνθρωπος μαραίνεται, και μπαίνει στον σκοτεινό τάφο της γής.

Η ζωή του ανθρώπου θα ήταν άσκοπος και ο αγώνας ανεξήγητος, εάν τα πάντα τελείωναν μέχρι του τάφου, και εάν δεν υπήρχε πέρα του τάφου άλλη ζωή, τελειότερη, ωραιότερη, και στην οποία φυσικώς οδηγείται ο άνθρωπος, «εν τη αγείρω μακαριότητι».

Η πεποίθηση στην πέρα του τάφου ζωή, λύει τα σκοτεινά προβλήματα του κόσμου και ο τάφος αντί χαώδης και σκληρός γίνεται διδασκαλείο σωτηρίας και δημιουργεί για τους επιζώντας  αδαμαντίνους χαρακτήρας ηθικής και πνευματικής τελειότητας.

Ο σοφός Πλάτωνας σοφώς έλεγε ότι, η αληθινή φιλοσοφία είναι μελέτη του θανάτου, διότι εκείνος πού μελετά τον θάνατο, και μάλιστα τον αιφνίδιο θάνατο, δεν προσκολλάται στην ύλη και δεν ρίπτεται ακάθεκτος στην αμαρτία, αλλά σκέπτεται για μία υψηλότερη  και πνευματικότερη ζωή, στην πέρα του τάφου ζωή.

Εάν πράγματι ο άνθρωπος ήταν αθάνατος και έμενε αιώνια εδώ στην γή, θα μπορούσε να σκεφθεί, εγωϊστικά, να επιζητεί την κενοδοξία, να πιστεύει στα πάθη του, να ζεί τελικά μία ζωή όχι χριστιανική, όχι ευαγγελική και να χαίρεται ως άφρονας πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής, και τότε ως άλλος άφρων, θα ακούσει εκείνη την φωνή να του λέγει: «άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, ά δε ητοίμασας τίνι έσται.

Και τότε, πού είναι, ω άνθρωπε, τα τόσα  αγαθά πού είχες; Που είναι τα πλούτη σου; Πού είναι οι απολαύσεις της ζωής σου; Πού είναι τα πολυτελή σπίτια σου; Που είναι οι αποθήκες σου; Πού είναι τα σιτηρά σου και τα αγαθά σου; «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά».

Ω! πόσο δίκαιο είχε ο σοφός Σολομών, πού  έλεγε: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».

Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Να μη κλαίμε γι’ αυτούς πού πέθαναν, να κλαίμε γι’ αυτούς πού έζησαν αμαρτωλά και αμετανόητα σε όλη τη ζωή τους. Διότι και ο γεωργός, σαν βλέπει τον  σπόρο του σίτου να σαπίζει στη γή, δεν θρηνεί. Μόλις αρχίζει να σαπίζει, χαίρεται. Η διάλυση είναι η αρχή για τη μέλλουσα σπορά και καρποφορία. Έτσι κι εμείς οι χριστιανοί, ας χαιρόμαστε τότε, πού πέφτει η φθαρτή οικία μας – δηλαδή πού πέφτει το σώμα μας στον τάφο».

Η πεποίθηση, και πολύ περισσότερο η πίστη της Εκκλησίας μας στην πέρα του τάφου ζωή, λύνει τα σκοτεινά προβλήματα του μάταιου τούτου κόσμου, αλλά και ο τάφος που κλείνει εντός αυτού «τα οστά τα γεγυμνωμένα», γίνεται ένα διδασκαλείο σοφίας και σύνεσης.

Ευτυχείς είναι οι άνθρωποι αυτοί που πιστεύουν στον Αρχηγό της Ζωής και του θανάτου, τον Κύριο Ιησού Χριστό, και υπακούουν στις άγιες Αυτού εντολές, και περιζωσμένοι με τον θώρακα της πίστης, δεν τρέμουν και δεν δειλιάζουν προ της φοβερής ώρας του θανάτου.

Αδελφοί μου αγαπητοί,

Πρέπει να πιστέψουμε ότι κι εμείς είμαστε οδοιπόροι αυτής της πρόσκαιρης και μάταιης ζωής και ότι αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουμε δια το αιώνιο και παντοτινό ταξίδι, δια να φθάσουμε έτσι, δια του φυσικού μας θανάτου, στην αιωνία εκείνη «πόλιν, ής τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός».

Πολύ ορθά μας λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, η παρούσα ζωή είναι στάδιο άσκησης και φωτισμού και πρέπει λοιπόν και εμείς να αγωνιστούμε και να παλέψουμε με όλες τις δυνάμεις μας κατά του κακού, του Διαβόλου, κατά της αμαρτίας και έτσι νικητές, θα  μπορέσουμε να επιτύχουμε την ουράνιο βασιλεία, την θεία μέθεξη, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, και να ακούσουμε κι εμείς το «εύ δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου Σου».

Αυτής της αιωνίου ζωής, αυτής της θείας μέθεξης, ας προσπαθήσουμε να γίνουμε κι εμείς, με την χάρη του Θεού Πατρός, μέτοχοι, όταν θα μας καλέσει κοντά Του, την ημέρα εκείνη την άγνωστη σ’ εμάς, σ’ Αυτόν μόνο γνωστή.

Η Αγία γραφή λέγει επιγραμματικά σε εμέ, σε εσέ, σε όλους τους  ανθρώπους:  «ενθυμού τον θάνατο και ούτω έτοιμος, καθαρός, με αγάπη και δικαιοσύνη θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και δια του θανάτου θα βρείς την αθανασία και την ζωή την αιώνιον εν Χριστώ Ιησού».

ΑΜΗΝ.   Ο.Λ.Κ.Α.Π.