Αγαπητοί αδελφοί μου,

ΧΡΙΣΤΟΣ  ΑΝΕΣΤΗ! 

Ο των όλων Κύριος κατά την επίγειο ζωή Του επιτελούσε πάντοτε το αγαθό, πάντοτε δια λόγων και έργων βοηθούσε εκείνους τους ανθρώπους πού ζητούσαν την βοήθειά Του, και μάλιστα χωρίς καμία διάκριση, διότι «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».

Ο εκ του Ουρανού καταβάς Κύριος, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αθάνατος υπάρχων, σκορπίζει πανταχού τα σωτήρια νάματα της Θεότητός Του, νάματα σωτηρίας, νάματα ελευθερίας, νάματα από καθαρό ύδωρ «αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον».

Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, δια της γραφίδος του Ευαγγελιστού Ιωάννου και της θεοπνευστίας, μας καταγράφει το μίσος, την κακία, αλλά και τον φόβο των αρχόντων των Ιουδαίων – Φαρισαίων και Γραμματέων – δια το πρόσωπο του Ιησού.

Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, εν λόγοις και έργοις, από την αρχή της παρουσίας στον κόσμο του Ιησού Χριστού, κατεδίωκαν Αυτόν φοβούμενοι μήπως χάσουν την εξουσία τους, μήπως επικρατήσει στον κόσμο το φώς, η ζωή, η αλήθεια και η ειρήνη του Θεού.

Οι άρχοντες του λαού – οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι – τυφλοί πνευματικά, ζητούσαν με κάθε τρόπο να τυφλώσουν τον λαό, τον αγαπημένο λαό του Θεού, και εργάζοντα κακοβούλως κατά του εν ανθρωπίσαντος δια «την του κόσμου σωτηρίαν», Υιού και Λόγου του Θεού, φοβούμενοι μήπως χάσουν την εξουσία τους. Δεν πίστευαν, οι δήθεν τηρητές του Μωσαϊκού νόμου, ότι ο εκ του Ουρανού καταβάς ήταν ο των όλων Κύριος, που εκουσίως ήλθε να ενώσει τα διεστώτα, ήλθε να ενώσει τον άνθρωπο με τον Θεό Πατέρα, «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Τούς είχε κυριεύσει ο φόβος, αλλά και μία εντροπή.

Οι πνευματικώς τυφλωμένοι άρχοντες του λαού, Γραμματείς και Φαρισαίοι, ό,τι και αν άκουγαν δια τις πολλές ευεργεσίες που προσέφερε ο των όλων Κύριος, αυτοί «κενά εμελέτων», αυτοί είχαν κυριευθεί από απερίγραπτο μίσος και φθόνο κατά του Χριστού και μοναδικό σκοπό είχαν να παγιδεύσουν τον Κύριο και να τον καταδικάσουν στην ποινή του θανάτου.

Ο τυφλός της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής φίμωσε την κακία και το μίσος των Φαρισαίων και λογικώς απέδειξε την θεραπεία του. Εκείνος με σαφήνεια, με θάρρος, με φράσεις απλές αλλά κτυπητές, τους είπε «ένας άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς έθεσε πηλό επάνω στα κλειστά μάτια μου, και με  δική του εντολή επήγα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ενίφθηκα και αμέσως ανοίχθηκαν τα μάτια μου και  ανέβλεψα, και  σας λέγω μετά παρρησίας εάν ο άνθρωπος αυτός, εάν δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε – εγώ να αναβλέψω.

Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν δια την θεραπεία του δυστυχισμένου εκείνου ανθρώπου και να προστρέξουν να δοξολογήσουν τον Θεό, δια την μεγάλη αυτή ευεργεσία που εποίησε στον συνάνθρωπό τους, οι παράνομοι των Ιουδαίων, Γραμματείς και Φαρισαίοι, «εξέβαλον αυτόν έξω», λέγοντάς του: «εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος και σύ διδάσκεις ημάς;». Και  ζητούν επίμονα να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό οι γονείς του ποτέ τυφλού.

Και σε αυτή την απομόνωσή του, ο εκ γενετής ποτέ τυφλός, ακούει την φωνή του Μεγάλου Ιατρού της ψυχής και του σώματος, του Θεανθρώπου Ιησού να του λέγει: «σύ πιστεύεις εις τον υιό του Θεού;». Και απεκρίθη εκείνος και είπε «και τίς εστιν Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;».

Και, ο «ετάζων καρδίας και νεφρούς και τα βάθη των ανθρώπων γινώσκων Κύριος», του λέγει: «τον βλέπεις, και μάλιστα συνομιλεί μαζί σου»· «και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν». Και τότε, με δυνατή φωνή χαράς και αγαλλίασης λέγει στον Κύριο της δόξης, στον Σωτήρα του: «πιστεύω, Κύριε, και προσεκύνησεν αυτώ».

Εκείνος, ο ποτέ τυφλός, γνώρισε, πίστεψε και μάλιστα προσκύνησε με συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά τον Σωτήρα του, δια την μεγάλη ευεργεσία που του έκαμε να δει το φώς το αισθητό, αλλά να περιλουστεί και με το φώς το νοητό, το φώς της θείας έλλαμψης.

Και μένει δια την ιστορία το μίσος, η κακία, η λοιδορία, η ύβρις, ο χλευασμός, η κακολογία των Φαρισαίων και Γραμματέων στο πρόσωπο του ανθρώπου εκείνου που δεν αμάρτησε - ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του - που γεννήθηκε τυφλός, «αλλʼ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ», κατά τους αψευδείς λόγους του Σωτήρος Χριστού.

Οι θλίψεις, οι στενοχώριες, οι πειρασμοί, τα βάσανα στον κόσμο αυτό, θα έχουν κάποτε ένα τέλος, όπως τέλος είχαν και στον ποτέ τυφλό της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, εάν βεβαίως και εμείς, ως εκείνος, ανοίξουμε την θύρα της καρδιάς μας, δια να εισέλθει ο των όλων Κύριος και Θεός μας.

Όμως, ως Χριστιανοί, δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας, εάν πιστεύουμε στο Εσφαγμένο Αρνίο της Αποκαλύψεως, στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας.

 

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει: «είδες πώς αναδείχτηκε ο πρώην τυφλός κήρυκας της αληθείας. Είδες, ότι η αγραμματοσύνη του δεν έγινε καθόλου εμπόδιο. Βλέπεις πόσα αντιμετώπισε από τους φαρισαίους και πόσα έπαθε. Και εκείνος έδωσε την μαρτυρία του και με λόγια και έργα».

Ο χρόνος είναι πολύτιμο δώρο του Θεού, ανεκτίμητος θησαυρός, τον οποίον οφείλουμε να χρησιμοποιούμε προς ωφέλεια της ψυχής μας. Εκάστη ημέρα και ώρα και στιγμή είναι πολύτιμος και δεν πρέπει να χάνεται με τα μάταια και πρόσκαιρα πράγμα του κόσμου του αιώνος τούτου.

Ο χρόνος μας πρέπει να χρησιμοποιείται προς όφελος της ψυχής μας· «Βλέπετε», λέγει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος προς τους Εφεσίους, «πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλʼ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί· δια τούτο μη γίνεσθαι άφρονες, αλλά συνιέντες τί το θέλημα του Κυρίου».

Στον τυφλό της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, ο Μέγας Ιατρός της ψυχής και του σώματος είπε: «ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθρα του Σιλωάμ…. απήλθεν ούν και ενίψατο και ήλθε βλέπων».

Ας τρέξουμε και εμείς με πίστη στην νέα κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πού είναι η Εκκλησία του Αναστάντος Ιησού - η Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική - και αφού κατανοήσουμε ποίο είναι το θέλημα του Κυρίου Ιησού, ας πλύνουμε με το καθάριο νερό της Ιεράς Εξομολόγησης τα μάτια της ψυχής μας.

Ούτω, με ψυχές καθαρές, θα φωτιστούμε και εμείς με το ανέσπερο φως της Θείας του Κυρίου Αναστάσεως και θα ομολογήσουμε και εμείς, ως ο τυφλός του σημερινού Ευαγγελίου, το «πιστεύω Κύριε».

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΔΕΛΦΟΙ.                   Ο Λ.Κ.Α.Π.