Εκτύπωση

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

 

ΚΑΛΥΜΝΟΣ

 

Η Κάλυμνος αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση (110,58 τ, χλμ.) και πληθυσμό (16.255) από τα νησιά της Μητρόπολης. Ιδιαίτερα η Κάλυμνος και η Λέρος γνώρισαν κοινή ιστορική πορεία σε διάφορες περιόδους της εξέλιξής τους. Στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία ΒΆ, στ. 676-680) τα δύο νησιά αναφέρονται ως Καλύδναι Νήσοι. Στα ρωμαϊκά χρόνια ανήκαν διοικητικά, όπως βέβαια και η Αστυπάλαια, στη ρωμαϊκή Επαρχία της Ασίας. Στη βυζαντινή εποχή συναντάται συχνά η κοινή ονομασία Λεροκάλυμνος. Τα δύο νησιά αποτελούσαν την Επισκοπή Λέρου, που στη συνέχεια μετωνομάστηκε σε Επισκοπή Λέρνης και η οποία ανήκε στη Μητρόπολη Ρόδου. Η Αστυπάλαια, μετά την οθωμανική κατάκτηση, εντάχθηκε αρχικά στην Επισκοπή Λέρνης. Ακολούθησαν όμως διάφορες ιστορικές διακυμάνσεις, σχετικά με την εκκλησιαστική ένταξή της, μέχρι που ενσωματώθηκε οριστικά στην Επισκοπή το 1838. Η Επισκοπή Λέρνης διατηρήθηκε έως το 1888, οπότε και ανυψώθηκε με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο σε Μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας.

 

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (4ος – 7ος αιώνας)

Η παλαιοχριστιανική περίοδος αποτελεί εποχή ακμής για την Κάλυμνο, λόγω των συνθηκών ειρήνης που επικρατούν και της γεωγραφικής θέσης της, πλησίον θαλασσίων εμπορικών οδών. Οικισμοί της περιόδου εντοπίζονται στις περιοχές Βαθύ, Καντούνι, Σκάλια, Εμπορειός, στην ενδιάμεση περιοχή μεταξύ Καλύμνου – Τελένδου (τα δύο νησιά ήταν κατά πάσα πιθανότητα ενωωμένα μεταξύ τους ως τα μέσα του 6ου μ. Χ. αιώνα, οπότε και διαχωρίστηκαν λόγω σεισμού) και στην περιοχή Κάψαλος της Τελένδου. Στην πλειοψηφία τους αυτοί βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, η οποία εξυπηρετούσε τη διεξαγωγή του εμπορίου, την αλιεία και τις μετακινήσεις.

Κατά τον 5ο και ιδιαίτερα τον 6ο αιώνα ανεγέρθηκαν στο νησί πολλές εκκλησίες, στον τύπο της βασιλικής, για να στεγάσουν τη χριστιανική λατρεία. Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει στην Κάλυμνο και τις παρακείμενες νησίδες της περισσότερες από τριάντα παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Οι περισσότερες εντάσσονται μέσα στους πολεοδομικούς ιστούς οικισμών. Από τις σημαντικότερες είναι ο Χριστός της Ιερουσαλήμ και η Αγία Σοφία στην περιοχή του Ιερού του Απόλλωνα, ο Aγιος Ιωάννης στον Μελιτσάχα, ο Aγιος Νικόλαος στα Σκάλια, ο Ταξιάρχης και η Παλαιοπαναγιά στο Βαθύ, ο Aγιος Βασίλειος και η Αγία Τριάδα στην Τέλενδο.

Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Καλύμνου είναι στην πλειοψηφία τους τρίκλιτες. Παράλληλα όμως απαντούν μία τρίκογχη, μία σταυρόσχημη και σε πέντε περιπτώσεις μικροί μονόκλιτοι τύποι. Οι μεγάλες διαθέτουν νάρθηκα στα δυτικά και πλαισιώνονται από λειτουργικά προσκτίσματα, όπως βαπτιστήριο, πρόθεση, διακονικό κ. ά., ενώ σε μία περίπτωση (Aγιος Βασίλειος στην Τέλενδο) διαπιστώνεται η ύπαρξη αιθρίου και λουτρώνα.

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (7ος αιώνας – αρχές 14ου αιώνα)

Εξαιτίας των αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα, οι παραλιακοί οικισμοί εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι μετοικούν στην ορεινή ενδοχώρα, όπου ιδρύουν οχυρωμένους οικισμούς, τη Γαλατιανή και το Καστέλλι στην Κάλυμνο, καθώς και τον Aγιο Κωνσταντίνο στην Τέλενδο. Την περίοδο των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων (7ος-9ος μ. Χ. αι.) χρονολογείται η τοιχογραφία διάλιθου σταυρού στην κόγχη του Ιερού Βήματος του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου που βρίσκεται εντός του ομώνυμου οχυρωμένου οικισμού. Η Κάλυμνος εντάσσεται τον 7ο αιώνα στο Θέμα Καραβησιάνων (που στη συνέχεια μετωνομάστηκε σε Κιβυρραιωτών) και αργότερα, κατά τον 9ο αιώνα στο Θέμα Σάμου. Μετά τις νίκες των Βυζαντινών κατά των Αράβων στα τέλη του 10ου αιώνα, οι δυσπρόσιτοι οχυρωμένοι οικισμοί εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι επανεγκαθίστανται στις πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές.

Ενδείξεις οικισμών της Βυζαντινής Περιόδου εντοπίζονται στην κοιλάδα του Βαθύ, στο Aργος, στον Πάνορμο, στα Σκάλια και στην Τέλενδο. Τον 11ο αιώνα οικοδομείται το Κάστρο της Χώρας. Τον 12ο αιώνα ο Aραβας γεωγράφος Edrisi αναφέρει, ότι βρήκε στην Κάλυμνο κατοίκους και λιμάνι, όπου τα πλοία προστατεύονταν απΆ όλους τους ανέμους.

Οι βυζαντινές εκκλησίες του νησιού είναι στην πλειοψηφία τους μικρών διαστάσεων. Στο εσωτερικό τους διατηρούνται υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες. Από τις σημαντικότερες είναι: οι Aγιοι Απόστολοι και η Παναγιά η Κυρά στο Aργος, ο Aγιος Νικόλαος στα Σκάλια, η Παναγιά η Κυρά-Χωστή, ο Ταξιάρχης, η Αγία Aννα, ο Aγιος Αντώνιος, ο Aγιος Γεώργιος και ο Aγιος Κήρυκος στο Βαθύ.

 

ΙΠΠΟΤΟΚΡΑΤΙΑ (αρχές 14ου αιώνα - 1523)

Στα 1314 οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη καταλαμβάνουν την Κάλυμνο. Η Κάλυμνος, η Κως, η Λέρος και η Νίσυρος αντιμετωπίζονται ως αυτόνομη διοικητική μονάδα, υπό τη διοίκηση ενός Ιππότη.

Μετά την Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, εντείνονται οι επιθέσεις των Τούρκων εναντίον των νησιών της Δωδεκανήσου. Επί της διοίκησης του Ιππότη Fantino Quirini (1433-1453), κατασκευάζεται το Κάστρο της Χρυσοχεριάς, ενώ επισκευάζεται και διευρύνεται το Κάστρο της Χώρας, το οποίο εξελίσσεται στο κατεξοχήν οικιστικό κέντρο της Καλύμνου.

Οι εκκλησίες της Ιπποτοκρατίας είναι μονόχωρες, μικρών διαστάσεων και στεγασμένες με κτιστές καμάρες. Οι περισσότερες (δέκα συνολικά) περικλείονται στο Κάστρο της Χώρας. Aλλες σύγχρονες είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ο Πρόδρομος στην ευρύτερη περιοχή του Κάστρου της Χρυσοχεριάς και ο Aγιος Γεώργιος στο Aργος. Στην εποχή αυτή ανήκουν επίσης το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών της Παναγιάς της Κυράς στο Aργος και του Αγίου Θεοδώρου στο Βαθύ. Οι αγιογράφοι τους κινούνται στα πλαίσια της μεταβυζαντινής καλλιτεχνικής παράδοσης και ανήκουν στο ίδιο καλλιτεχνικό εργαστήριο, που έχει εργαστεί και σε εκκλησίες της γειτονικής Κω.

 

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1523 - 1912)

Στις αρχές του 1523 η Κάλυμνος, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου  παραδόθηκε  στους Τούρκους του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Το γεγονός της εκούσιας παράδοσης βοήθησε το νησί να διατηρηθεί σχεδόν αυτόνομο κατά την Τουρκοκρατία, πληρώνοντας μόνο ετήσιο φόρο, τη μαχτού. Οι μόνιμες κατοικίες των Καλυμνίων βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο της Χώρας, εξαιτίας του κινδύνου πειρατικών επιδρομών.

Ο περιορισμός της πειρατείας στο Αιγαίο αποτέλεσε την αιτία, που οι κάτοικοι στις αρχές του 18ου αιώνα, εξέρχονται από τον περιορισμένο χώρο του κάστρου και οικοδομούν στιους πρόποδές του τον οικισμό της Χώρας. Aρχισε έτσι μία περίοδος οικονομικής ανάπτυξης και προόδου για το νησί, με την ανάπτυξη της αλιείας, της σπογγαλιείας και του εμπορίου. Λόγω της ενασχόλησης με τις θαλάσσιες δραστηριότητες οργανώθηκε από το 1840 η πόλη - λιμάνι της Πόθιας, η νέα πρωτεύουσα της Καλύμνου.

Η μεγάλη ανάπτυξη του νησιού κατά τον 18ο και 19ο αιώνα αντανακλάται στους επιβλητικούς ενοριακούς ναούς της Παναγίας Χαριτωμένης στη Χώρα, του Αγίου Νικολάου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και της Υπαπαντής στην Πόθια, τους οποίους κοσμούν ζωγραφικά έργα σπουδαίων Καλυμνίων ζωγράφων, όπως του Σακελλάρη Μαγκλή, του Γεωργίου Οικονόμου, του Μιχαήλ Αλαχούζου, του Τιμόθεου Κουρούνη, του Νικολάου Μάγκου, του Σακελάριου Πιζάνια, του Εμμανουήλ Χούλη, του Θεόφιλου Μπιλλήρη και άλλων.

 

ΜΝΗΜΕΙΑ

1) Χριστός της Ιερουσαλήμ: Στην περιοχή Πάνορμος. Τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με προσκτίσματα, κτισμένη στο χώρο και με οικοδομικό υλικό από το αρχαίο Ιερό του Δαλίου Απόλλωνα. Το κεντρικό κλίτος είναι καλυμμένο από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, ενώ τα πλαϊνά, όπως και τα νότια προσκτίσματα, με πολύχρωμα ψηφιδωτά. Αυτά περιλαμβάνουν ζώα, ψάρια και πουλιά, μέσα σε φυσικό περιβάλλον. Οικοδομήθηκε τον 5ο μ. Χ. αιώνα και εγκαταλείφθηκε κατά τον 7ο αιώνα, εξαιτίας των θαλάσσιων επιδρομών των Αράβων.

2) Αγία Σοφία: Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της προηγουμένης. Ανήκει στην κατηγορία των τρίκογχων ναών. Κτίστηκε στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου μ. Χ. αιώνα και επισκευάσθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 554 μ. Χ. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται πολύχρωμα ψηφιδωτά, που περιλαμβάνουν πλαίσια με ζώα, ψάρια, συμπλεκόμενους τροχούς και μαιανδροειδείς σταυρούς.

3) Aγιος Βασίλειος: Στην Τέλενδο. Τρίκλιτη βασιλική, η οποία απολήγει σε εξάπλευρη αψίδα στα ανατολικά. Διαθέτει νάρθηκα, αίθριο, βαπτιστήριο, υδατοδεξαμενή και λουτρώνα. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο σε διαστάσεις παλαιοχριστιανικό ναό της Καλύμνου. Κτίστηκε στα τέλη 5ου – αρχές 6ου αιώνα, καταστράφηκε από τον σεισμό του 554 και επισκευάστηκε μετά από αυτόν.

4) Ταξιάρχης: Στην περιοχή Βαθύς. Εντυπωσιακή από άποψη διατήρησης βασιλική, η οποία οικοδομήθηκε κατά τον  6ο μ. Χ. αιώνα. Είναι κτισμένη με οικοδομικό υλικό από το παρακείμενο αρχαίο οχυρό του Έμπολα (τέλη 4ου π. Χ. αιώνα). Αργότερα ανεγέρθηκε στα νοτιοανατολικά της βασιλικής το εκκλησάκι του Ταξιάρχη, στις εσωτερικές επιφάνειες του οποίου διατηρείται υψηλής ποιότητας τοιχογραφικός διάκοσμος του 13ου και 14ου αιώνα.

5) Παναγιά η Κυρά-Χωστή: Στην περιοχή Βαθύς. Βυζαντινός ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αποτελείται από τρία συνολικά διαμερίσματα, από τα οποία μόνο το ανατολικό ανήκει στην αρχική οικοδομική φάση του ναού και γιΆ αυτό είναι το μόνο που φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο. Οι τοιχογραφίες ανήκουν σε τρεις κύριες εικονογραφικές φάσεις, του 11ου, 13ου και 14ου αιώνα.

6) Aγιοι Απόστολοι: Στο Aργος. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, μαζί με το παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου και το εκκλησάκι της Παναγίας της Κυράς (Κοίμηση της Θεοτόκου), αποτελούν μετόχι της Μονής του Θεολόγου στην Πάτμο. Πρόκειται για κτίσμα, που συνδέεται με τον ιδρυτή της Μονής Όσιο Χριστόδουλο ή τους διαδόχους του. Αρχιτεκτονικά ο ναός ανήκει στον τύπο του τετράστυλου εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Στο εσωτερικό του είναι ορατά τμήματα του τοιχογραφικού διακόσμου του, όπως η ολόσωμη μορφή του Αποστόλου Πέτρου (β΄ μισό 12ου αιώνα), η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα (13ος αιώνας) και μία μορφή Αρχαγγέλου.

7) Εκκλησίες Κάστρου Χώρας: Στην περιοχή της Χώρας. Οικοδομήθηκε τον 11o μ. Χ. αιώνα και επισκευάστηκε κατά τον 15ο αιώνα από τους Ιωαννίτες Ιππότες. Αποτέλεσε το οικιστικό κέντρο της μεσαιωνικής Καλύμνου, έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Μέσα στο Κάστρο υπάρχουν δέκα εκκλησίες, οι οποίες μάλλον αντιστοιχούσαν σε μικρές ενορίες. Το εσωτερικό των επτά από τις δέκα κοσμείται με τοιχογραφίες του τέλους του 15ου - αρχές 16ου αιώνα.

8) Παναγία η Χαριτωμένη: Στη Χώρα. Πρόκειται για την αρχική μητρόπολη του νησιού. Κτίστηκε το 1794, σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν αρχαία και παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη από τον χώρο του Ιερού του Δαλίου Απόλλωνα και τις εκεί δύο βασιλικές. Αυτά είναι εμφανή σε διάφορα σημεία, όπως στις κιονοστοιχίες που στηρίζουν την τρίθολη στέγη και το νάρθηκα, στον άμβωνα και στο Ιερό Βήμα. Το ξυλόγλυπτο χρυσοποίκιλτο τέμπλο, έργο του 1805, κοσμούν εξαιρετικής ποιότητας μεταβυζαντινές εικόνες (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνα), κυρίως έργα του Δημητρίου του Κρητός, ενώ τους τοίχους της υπάρχουν ζωγραφικές συνθέσεις σημαντικών Καλυμνίων ζωγράφων.

9) Μεταμόρφωση του Σωτήρος: Στην Πόθια. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης τρουλαίας βασιλικής, με ενσωματωμένα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1860 και αποτελεί το σημερινό μητροπολιτικό ναό της Καλύμνου. Το μαρμάρινο τέμπλο του είναι έργο του Τήνιου γλύπτη Ιωάννη Χαλεπά (1877). Την εκκλησία κοσμούν ζωγραφικοί πίνακες σημαντικών Καλυμνίων ζωγράφων.

Κάλυμνος. Το Ιερό Βήμα της παλαιοχριστανικής βασιλικής του Χριστού της Ιερουσαλήμ (5ος μ.Χ. αιών).

Δεξιά, το νεότερο εκκλησάκι της Παναγιάς της Υπακοής (1911).

 

Κάλυμνος. Ταξιάρχης στο Βαθύ. Aποψη του τοιχογραφικού διακόσμου (13ος - 14ος αιών) του βυζαντινού ναού.

 

 

Κάλυμνος. Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Κάστρο της Χώρας.

Η τοιχογραφία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (αρχές 16ου αιώνος)

 

Κάλυμνος. Ναός Παναγίας Χαριτωμένης στη Χώρα. Η δεσποτική εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, έργο των Ιωάννη Πελοποννησίου και Ευσεβίου Αρχιερέως (1798).

 

 

ΛΕΡΟΣ

Η Λέρος αποτελεί το τρίτο σε έκταση (54,05 τ. χλμ.) και δεύτερο σε πληθυσμό (8.123) νησί της Μητρόπολης. Βρίσκεται στα βόρεια της Καλύμνου και σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτήν.

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (4ος – 7ος αιώνας)

Κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (5ος – 7ος αι.), η Λέρος γνώρισε ακμή, όπως υποδηλώνει η οργάνωση οικισμών, σε παραθαλάσσιες κυρίως θέσεις, αλλά και στα εύφορα εδάφη της ενδοχώρας. Οικισμοί εντοπίζονται στην Αγία Μαρίνα, στο Παρθένι, τα Aλινδα, στο Λακκί, στον Ξηρόκαμπο, στη Φακουδιά και στο Δρυμώνα. Στο νησί έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα έντεκα παλαιοχριστιανικές βασιλικές: Του Αγίου Ιωάννη στο Λακκί, του Παλαιοκάστρου στην Ακρόπολη του Ξηρόκαμπου, των Αγίων Τεσσαράκοντα και του Δημοτικού Ξενώνα στα Aλινδα, της Αγίας Βαρβάρας στην Αγία Μαρίνα, του Αγίου Νικολάου στον Ξηρόκαμπο, του Αγίου Πέτρου στον Δρυμώνα, του Αγίου Ιωάννη στη Φακουδιά, της Παναγίας Λημνιώτισσας στο Λακκί, οι Παναγιές στα Aλινδα και μία στο Παρθένι. Από αυτές μόνο η τελευταία έχει ερευνηθεί ανασκαφικά.

Η Επισκοπή Λέρου, η οποία υπαγόταν στη Μητρόπολη Ρόδου, ιδρύθηκε πριν από το έτος 553, οπότε έχουμε γιΆ αυτήν την πρώτη ιστορική μαρτυρία, τη συμμετοχή του επισκόπου Λέρου Ιωάννη στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Στη ΖΆ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, παρεκάθησε και ο Επίσκοπος Λέρου Σέργιος. Επίσης, στη Μεγάλη Σύνοδο που συγκρότησε στο ναό της Αγίας Σοφίας το 879-880 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος ο ΑΆ, συμμετείχε και ο Επίσκοπος Λέρου Ιωσήφ.

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (7ος αιώνας – αρχές 14ου αιώνα)

Εξαιτίας των αραβικών επιδρομών εγκαταλείφθηκαν οι παραθαλάσσιοι οικισμοί της Λέρου και κτίστηκαν κάστρα πάνω σε φυσικές οχυρές θέσεις, όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση κινδύνου. Στο νησί διασώζονται δύο ισχυρά κάστρα, του Παντελίου στην ανατολική πλευρά του νησιού και των Λεπίδων, γνωστό ως Παλαιόκαστρο, στο νότιο άκρο. Αναφορά στη Λέρο γίνεται στις αρχές του 12ου αιώνα από προσκυνητές, όπως ο Aγγλος Saewulf και ο Ρώσος ηγούμενος Δανιήλ, οι οποίοι πέρασαν από το νησί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς τους Αγίους Τόπους. Από έγγραφα του Αρχείου της Μονής του Θεολόγου στην Πάτμο πληροφορούμαστε ότι η Μονή διέθετε δύο μεγάλα μετόχια στη Λέρο, στο Παρθένι και στα Τεμένια, ενώ κατάφερε να της δοθεί τμηματικά και το Κάστρο του Παντελίου. Τον 13ο αιώνα αναφέρεται η απογραφή και εξίσωση της Καλύμνου και της Λέρου, καθώς και η ονομασία Λεροκάλυμνος.

Από τις βυζαντινές εκκλησίες του νησιού η σημαντικότερη είναι ο Aγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στο Λακκί, με οικοδομικές φάσεις από τον 10ο αιώνα και μετά και ζωγραφικό διάκοσμο των αρχών του 13ου αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι εκκλησίες του Αγίου Ζαχαρία στη Μερικιά, οι Aγιοι Απόστολοι στην Καμάρα και ο Aγιος Πέτρος στο Δρυμώνα. Πρόκειται για κτίσματα, τα οποία στεγάζονται με χαμηλούς τυφλούς τρούλους, αρχιτεκτονικό στοιχείο αρκετά διαδεδομένο και στα γειτονικά νησιά Πάτμο, Λειψούς, Κάλυμνο και Αστυπάλαια. Εκτός από τον Aγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, η Παναγία Γουρλωμάτα και ο Aγιος Γεώργιος στο Δρυμώνα, οι Aγιοι Απόστολοι στην Καμάρα, η Αγία Τριάδα στο Κάστρο, ο Aγιος Σπυρίδων στη Μερικιά και ο Aγιος Γεώργιος στο Παρθένι, διασώζουν ζωγραφικό διάκοσμο από τις αρχές του 13ου έως τον 18ο αιώνα.

ΙΠΠΟΤΟΚΡΑΤΙΑ (αρχές 14ου αιώνα - 1523)

Στα 1314 οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη καταλαμβάνουν το νησί. Η Λέρος, μαζί με την Κάλυμνο και τη Νίσυρο, ανήκουν στη διοικητική μονάδα της Κω, υπό τη διοίκηση ενός ενοικιαστή Ιππότη. Ο πλέον γνωστός διοικητής, ο οποίος συνέδεσε κατά καιρούς το όνομά του και με τη Λέρο, ήταν ο ενετικής καταγωγής Fantino Quirini (1431-1453). Ο Nicolas de Martoni αναφέρει στα τέλη του 14ου αιώνα, ότι το νησί ήταν κατοικημένο και υπαγόταν διοικητικά στην Κω. Εκτενέστερος λόγος για το οχυρότατο φρούριο του νησιού (Κάστρο του Παντελίου) και την ευφορία της γης, γίνεται στις αρχές του 15ου αιώνα από τον Φλωρεντίνο ιερέα Cristoforo Buondelmonti. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και εξής αναφορές στη Λέρο βρίσκουμε στα ιζολάρια, δηλαδή τους ναυτικούς οδηγούς.

Από τα μέσα του 15ου έως τις αρχές του 16ου αιώνα, η Λέρος δέχθηκε επιθέσεις από Τούρκους πειρατές. Οι ιππότες προχώρησαν σε επισκευές των τειχών και στην ανέγερση του εξωτερικού περιβόλου του Κάστρου του Παντελίου, προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η άμυνα του νησιού,  σύμφωνα με την καθιέρωση της χρήσης πυροβόλων όπλων. Στο εσωτερικό του κάστρου υπάρχουν πέντε συνολικά εκκλησίες. Αυτή της Αγίας Τριάδας, που τοιχογραφήθηκε το 15ο αιώνα, πιθανόν ανήκει στους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Οι άλλες τρεις κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Ιπποτοκρατίας, ενώ στον 17ο αιώνα οικοδομήθηκε ο σημερινός ναός της Παναγίας του Κάστρου.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1523 - 1912)

Στις αρχές του 1523 η Λέρος κατελήφθη από τους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. O σουλτάνος, με φιρμάνι, της παραχώρησε προνόμια, ελαφριά φορολογία και αυτοδιοίκηση. Εξαιτίας των βενετοτουρκικών πολέμων και των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών που μάστιζαν το Αιγαίο, ο πληθυσμός του νησιού είχε ελαττωθεί και οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Κάστρο του Παντελίου. Εκεί χτίστηκε τότε, ο ναός της Παναγιάς του Κάστρου, για να στεγάσει την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, ιδιαίτερα σεβαστή στη Λέρο και σε όλη τη Δωδεκάνησο, ίσαμε σήμερα.

Τον 18ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι επικρατούν οριστικά στο Αιγαίο, οι κάτοικοι του Κάστρου εγκαταλείπουν τον στενό περίβολό του και έξω από αυτόν δημιουργείται νέος οικισμός. Σταδιακά, τα σπίτια του πληθαίνουν και ενώνονται με τα ψαροχώρια της Αγίας Μαρίνας και του Παντελίου, αποτελώντας μία πολίχνη. Από το 1726 έως τα μέσα του 19ου αιώνα στο Κάστρο λειτουργούσε σχολή, η οποία ιδρύθηκε από το Λέριο μοναχό Δαμασκηνό και η οποία διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη σε χειρόγραφα και έντυπα. Με την επικράτηση της ειρήνης, η Λέρος γνώρισε αξιόλογη ευημερία, συνέπεια της ανάπτυξης του εμπορίου και της ναυτιλίας.

 

ΜΝΗΜΕΙΑ

 

1) Aγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: Στο Λακκί. Πρόκειται για τη σημαντικότερη από τις βυζαντινές εκκλησίες του νησιού. Αρχικά οικοδομήθηκε τον 10ο αιώνα ως τρίκλιτη  ξυλόστεγη βασιλική. Στο κτίσιμό της επαναχρησιμοποιήθηκαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη, προερχόμενα από παλαιοχριστιανικά μνημεία της περιοχής. Στις αρχές του 13ου αιώνα, πιθανόν μετά από καταστροφή λόγω σεισμού, η εκκλησία μετατράπηκε από ξυλόστεγη σε θολοσκέπαστη, με σταυροθόλια και τρούλο. Ο σωζόμενος ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας χρονολογείται στο αΆ μισό του 13ου αιώνα και αποτελεί το πιο αξιόλογο, ποιοτικά, έργο της βυζαντινής Λέρου.

2) Παναγιά του Κάστρου Παντελίου: Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και αποτελεί την εκκλησία – σύμβολο της Λέρου. Κτίστηκε μεταξύ του 1669 και του 1695. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα της Παναγίας εμφανίστηκε από τη θάλασσα στο νησί και εγκαταστάθηκε από θαύμα στην πυριτιδαποθήκη του κάστρου ανάμεσα σε δύο αναμμένες λαμπάδες. Προς τιμήν της οικοδομήθηκε ναός στον ίδιο τόπο, ο οποίος πολύ σύντομα έγινε το κύριο προσκύνημα του νησιού και των ναυτικών του. Μέσα στο ναό δεσπόζει η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το 1745 η εκκλησία απόκτησε το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο της, το οποίο επιχρυσώθηκε σαράντα χρόνια αργότερα. Τη διακόσμηση του τέμπλου συμπληρώνουν εικόνες του 16ου και 18ου αιώνα. Δίπλα στην εκκλησία βρίσκεται το Εκκλησιαστικό Μουσείο, όπου φυλάσσονται πολλές εικόνες και άλλα θρησκευτικά κειμήλια από το νησί.

Λέρος. Βυζαντινός Ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Λακκί. Η τοιχογραφία της Μετάληψης της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από τον Αββά Ζωσιμά (13ος αιών).

 

Λέρος. Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο της Παναγίας του Κάστρου (1745), με εικόνες του 16ου και 18ου αιώνος.

 

 

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ

 

Η Αστυπάλαια αποτελεί το δεύτερο σε έκταση (96,42 τ. χλμ.) και το τρίτο σε πληθυσμό (1.238) νησί της Μητρόπολης. Αποτελεί το δυτικότερο νησί των Δωδεκανήσων.

 

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (4ος αιώνας – 1204 μ. Χ.)

Η γεωγραφική θέση της Αστυπάλαιας και η πληθώρα των φυσικών λιμανιών της συνέβαλαν στην ανάδειξή της σε σημαντικό εμπορικό σταθμό στον αιγαιακό χώρο, ήδη από την αρχαιότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το νησί να γνωρίσει ιδιαίτερη ακμή, η οποία συνεχίστηκε στη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική περίοδο. Απομεινάρια παλαιοχριστιανικών οικισμών υπάρχουν στις περιοχές Μεσαριά, Αρμενοχώρι, Πάνορμος, Αγριλίδι και νοτιοδυτικά της Μαλτεζάνας. Στο νησί έχουν εντοπιστεί ερείπια παλαιοχριστιανικών βασιλικών, όπως οι Aγιοι Ανάργυροι στη Χώρα, ο Aγιος Βασίλειος και τα Aγια των Αγίων στο Λιβάδι, η Aγια Βαρβάρα και η Ανάληψη (Βασιλική του «Καρέκλη») στη Μαλτεζάνα, ο Aγιος Γεώργιος στον Καστελλάνο και ο Aγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στο Αγριλίδι.

Εξαιτίας των αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα, οι κάτοικοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στις παραθαλάσσιες περιοχές και να δημιουργήσουν νέους οικισμούς στο εσωτερικό του νησιού. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές ερειπώνονται. Πάνω στα ερείπιά τους ανεγείρονται αργότερα μικρά εκκλησάκια. Την περίοδο των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων (7ος – 9ος μ. Χ. αιώνας) κτίσθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά της Αστυπάλαιας το Κάστρο του Αγίου Ιωάννη. Στην ίδια περίοδο ανήκουν χρονολογικά τρία εκκλησάκια, του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Μέσα Βαθύ, καθώς και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στο ομώνυμο κάστρο. Πρόκειται για μεταβατικού τύπου μικρούς ναούς, όπου συνδυάζεται η τρίκλιτη βασιλική με τον σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο. Κατά τα βυζαντινά χρόνια η Αστυπάλαια ανήκε στο Θέμα του Αιγαίου, δηλαδή στη βυζαντινή επαρχία των Κυκλάδων. Από τον 9ο έως και τον 12ο αιώνα το νησί αναφέρεται ως Επισκοπή, υποκείμενη στη Μητρόπολη Ρόδου. 

ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1207 – 1537)

Μετά την κατάληψη Κωνσταντινούπολης το 1204, ουσιαστικά ξεκινά η Βενετοκρατία στον Ελληνικό χώρο. Ο Marco Sanudo το 1207 καταλαμβάνει τα νησιά των Κυκλάδων και την Αστυπάλαια. Την έδρα του Δουκάτου του εγκαθιστά στη Νάξο, ενώ την Αστυπάλαια αναθέτει στον Βενετό Giovanni I Quirini, σε ανταπόδοση των υπηρεσιών του. Αυτός οχυρώνει την αρχαία ακρόπολη του νησιού, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού οικισμού. Το 1269 το Βυζάντιο ανακαταλαμβάνει τα νησιά ανάμεσα τους και την Αστυπάλαια. Το 1310 όμως το νησί ξαναπέφτει στα χέρια των Βενετών από τον Giovanni III Quirini. Η Αστυπάλαια στα 1341 ερημώθηκε από επιδρομή Τούρκων από την Μικρά Ασία. Η καταστροφή ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα το νησί να εγκαταλειφθεί τελείως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Nicolas de Martoni στα τέλη του 14ου αιώνα και ο Christoforo Buondelmonti στις αρχές του 15ου αιώνα βρίσκουν το νησί ακατοίκητο.

Το 1413 ο διορισμένος από την Βενετία διοικητής Τήνου και Μυκόνου Giovanni IV Zannaki  Quirini εποικίζει εκ νέου το έρημο νησί με κατοίκους από την Τήνο και τη Μύκονο, αξιοποιώντας έτσι το φέουδο των προγόνων του. Η προγενέστερη οχύρωση βελτιώνεται και ως οικοδομικό αποτέλεσμα έχουμε το σωζόμενο μέχρι και σήμερα κάστρο στη Χώρα. Ο Quirini μετωνόμασε το νησί σε Αστυνέα και τοποθέτησε στην είσοδο του κάστρου μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή και το οικόσημο του.

 

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1537 – 1912)

Το 1537 ο Καπουδάν πασάς Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε τα νησιά υπό βενετική κυριαρχία, μεταξύ αυτών και την Αστυπάλαια. Η ενσωμάτωση της Αστυπάλαιας στους Οθωμανούς σφραγίζεται με τη συνθήκη ειρήνης Βενετών και Οθωμανών το 1540. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ΑΆ παραχωρεί προνόμια στο νησί, το οποίο αυτοδιοικείται, χωρίς πολλές παρεμβάσεις στη θρησκευτική τους ζωή. Την ηρεμία όμως του νησιού διαταράσσει η ύπαρξη πειρατών που κατά ένα μεγάλο μέρος γίνεται αφορμή για τη μετανάστευση μέρους των κατοίκων. Το Κάστρο παραμένει ο κύριος οικισμός μέχρι το αΆ μισό του 18ου αιώνα, οπότε και αρχίζει η επέκταση του οικισμού έξω από τον περιορισμένο χώρο του. Ο νέος οικισμός ακμάζει και αναπτύσσεται γρήγορα, καθώς η  οικονομία του νησιού βελτιώνεται. Η Χώρα, με το Κάστρο και τον έξω από αυτήν οικισμό, παραμένει μέχρι τον 19ο αιώνα ο μοναδικός οικιστικός χώρος της Αστυπάλαιας. Στα τέλη του 19ου αιώνα η οικονομία του νησιού καταρρέει και οι κάτοικοί του αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Η παρακμή κυριαρχεί ως το τέλος της Τουρκοκρατίας, που οριοθετείται με την εισβολή των Ιταλών στις 23 Απριλίου του 1912. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα το 1948, αρχίζει η εγκατάλειψη του Κάστρου και η επέκταση της Χώρας προς το λιμάνι του Πέρα Γυαλού.

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα διατηρούνταν στη Χώρα τριάντα μία συνολικά εκκλησίες, από τις οποίες πέντε κατεδαφίστηκαν το 1946, για να κτιστεί το κτίριο του Δημαρχείου. Από άποψη μεγέθους και διακόσμησης ξεχωρίζουν η Παναγιά του Κάστρου (Ευαγγελισμός) και ο Aγιος Γεώργιος μέσα στο Κάστρο, η Παναγιά η Πορταΐτισσα και η Μεγάλη Παναγιά εκτός Κάστρου. Οι τρεις πρώτες είναι μονόκλιτες βασιλικές με τρούλο, ενώ η τέταρτη μονόχωρη και θολοσκέπαστη. Οι υπόλοιπες είναι μικρές σε μέγεθος και θολοσκέπαστες εκκλησίες, που αποτελούν οικογενειακές ιδιοκτησίες.

 

ΜΝΗΜΕΙΑ

1) Αγία Βαρβάρα: Βρίσκεται στην περιοχή της Ανάληψης (Μαλτεζάνα). Πρόκειται για τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με ημικυκλική αψίδα, νάρθηκα και προκτίσματα. Κτίστηκε στα τέλη του 5ου - αρχές 6ου αιώνα, στη θέση ιερού της Aρτεμης. Στο χώρο είναι ορατοί μονολιθικοί κίονες και ψηφιδωτά δάπεδα από τον παλαιοχριστιανικό ναό, καθώς και εντοιχισμένα ιωνικά κιονόκρανα στο νεότερο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Για την κατασκευή των αρχιτεκτονικών μελών της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε κυρίως μάρμαρο από την περιοχή της Προκοννήσου, καθώς και οικοδομικό υλικό προερχόμενο από τον αρχαίο ναό.

2) Εκκλησίες Κάστρου: Μέσα στο Κάστρο των Quirini θα συναντήσετε δύο εκκλησιές, την παλαιότερη του Aγιου Γεώργιου με το ξυλόγλυπτο τέμπλο της, κτισμένη το 1790 και την Παναγιά του Κάστρου (Ευαγγελίστρια), κτισμένη στα 1853. Η Παναγιά του Κάστρου έχει ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, ντυμένο με φύλλα χρυσού και ένα γλυπτό δικέφαλο αετό στο πάτωμα. Και οι δύο εκκλησίες είναι ολόλευκες, με γαλάζιους τρούλους προκαλώντας έντονη αντίθεση ανάμεσα στα καστρόσπιτα.

3) Παναγία η Πορταΐτισσα: Βρίσκεται στους πρόποδες του κάστρου. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Παναγιά την Πορταϊτισσα της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους και πανηγυρίζει στην εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Κτίστηκε ως το καθολικό μοναστηριού. Λειτουργεί πλέον ως μητροπολιτικός ναός και αποτελεί το θρησκευτικό κέντρο της Αστυπάλαιας. Aρχισε να οικοδομείται το 1762 από τον τυφλό Όσιο Aνθιμο από την Κεφαλονιά. Η εκκλησία ξεχωρίζει για το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο εικονοστάσι, το μαρμάρινο κωδωνοστάσιο και τις φορητές εικόνες της. Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας, που αναπαριστά την Πορταϊτισσα των Ιβήρων, έχει αποτυπωθεί θαυματουργικά πάνω στο ξύλο. Δίπλα στην εκκλησία βρίσκεται και το εκκλησιαστικό μουσείο της Αστυπάλαιας, με μια μικρή συλλογή από παλιές και σπάνιες εικόνες.

Αστυπάλαια. Η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου (1853).

 

Αστυπάλαια. Η εικόνα της Πορταίτισσας της Μονής Ιβήρων (18ος αιών), που βρίσκεται στον ομώνυμο ναό, που είναι και ο μητροπολιτικός του νησιού.

 

                                                                                                       Μ. ΚΟΥΤΕΛΛΑΣ

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βολανάκης Ι., Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Ναΰδρια του Κάστρου Χώρας Καλύμνου, συλλογικός τόμος Κάλυμνος Ελληνορθόδοξος Ορισμός του Αιγαίου, Αθήνα 1994, σ. 51-148. Του ιδίου, Βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες της νήσου Λέρου, συλλογικός τόμος Η Παναγιά του Κάστρου, Αθήνα 1998, σ. 394-403. Του ιδίου, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της νήσου Αστυπάλαιας Δωδεκανήσου, Δωδεκανησιακά Χρονικά ΙΘΆ (2005), σ. 85-128. Γραμματόπουλος Π., Μαμαλούκος Στ., Νέλλα-Ποτηροπούλου Στ., Πανέτσος Γ., Πανουσάκης Χρ., συλλογικός τόμος Αστυπάλαια, Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της Χώρας, Αθήνα 1994. Δρελιώση-Ηρακλείδου Αν., Μιχαηλίδου Μ., Λέρος, Από την Προϊστορία έως το Μεσαίωνα, Αθήνα 2006. Karabatsos V., The Early Christian Churches of Kalymnos and Telendos, συλλογικός τόμος Κάλυμνος Ελληνορθόδοξος Ορισμός του Αιγαίου, Αθήνα 1994, σ. 259-262. Κατσιώτη Αγγ., Επισκόπηση της μνημειακής ζωγραφικής του 13ου αιώνα στα Δωδεκάνησα, Αρχαιολογικόν Δελτίον 51-52 (1996–1997), Μέρος ΑΆ – Μελέτες, Αθήνα 2000, σ. 269–302. Κόλλιας Η., Ιστορικές πληροφορίες από το αρχείο της Μονής Πάτμου για τη μεσαιωνική Λέρο, συλλογικός τόμος Ιωνίας Aκρον, Αθήνα 1993, σ. 73-91. Κόλλιας Η., Σχεδίασμα της Αρχαιολογίας και Τέχνης της Καλύμνου από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια μέχρι το τέλος της Ιπποτοκρατίας, συλλογικός τόμος Κάλυμνος Ελληνορθόδοξος Ορισμός του Αιγαίου, Αθήνα 1994, σ. 24-50. Κουτελάκης Χ., Ιστορική και αρχαιολογική διερεύνηση του ναού «Παναγιά του Κάστρου» Λέρου, συλλογικός τόμος Η Παναγιά του Κάστρου, Αθήνα 1998, σ. 43-85. Κουτελλάς Μ., Κάλυμνος, Ιστορία – Αρχαιολογικοί Χώροι –Μνημεία, Αθήνα 1998. Κουτελλάς Μ., “Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Καλύμνου”, CORPUS 49 (Μάιος  2003), σ. 74-85. Κουτελλάς Μ., “Κάλυμνος, Ιστορία – Αρχαιολογία – Πολιτισμός”, Κάλυμνος 2006. Κωνσταντινίδης Εμμ., Η Επισκοπή Λέρου (Λέρνης) και η ανύψωσις αυτής εις Μητρόπολιν (Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας), συλλογικός τόμος Η Παναγιά του Κάστρου, Αθήνα 1998, σ. 19-28.  Μιχαηλίδου Μ., Συμβολή στην ιστορία της Επισκοπής Λέρου, Δωδεκανησιακά Χρονικά ΙΔΆ (1991), σ. 211-220. Μιχαηλίδου Μ., Παλαιοχριστιανική βασιλική στο Παρθένι της Λέρου, συλλογικός τόμος Ιωνίας Aκρον, Αθήνα 1993, σ. 9-64. Παΐζη-Αποστολοπούλου Μ., Ο θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (14ος-19ος αιώνας), Αθήνα 1995, σ. 139-141, 177-178. Πελεκανίδης Στ., Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, τ. Α΄, Νησιωτική Ελλάς, Θεσσαλονίκη 1974.